όχλο

όχλο
ayaktakımı, kalabalık

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συρφετός — ο, ΝΜΑ ασύντακτο πλήθος, χύδην όχλος μσν. αρχ. καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά. αρχ. 1. ένας από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή… …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • οχλοκρατούμαι — έομαι κυβερνώμαι από τον όχλο, άγομαι και φέρομαι από τον όχλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όχλος + κρατώ / κρατούμαι] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • έλευσις — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Αττικής. Βλ. λ. Ελευσίνα. 2. Μία από τις επτά αρχαίες πόλεις της Θήρας, που ιδρύθηκε πιθανότατα από αποίκους της Ελευσίνας της Αττικής και αποτελούσε σταθμό των Ελευσινίων που ταξίδευαν στην Κρήτη ή… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • κοπαδιάζω — [κοπάδι] συγκροτώ αγέλη, μαζεύω ζώα ή ανθρώπους και κάνω κοπάδι ή δημιουργώ όχλο …   Dictionary of Greek

  • λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”